- ζυγούρι
- τοαρνί περσινό, δίχρονο, στο δεύτερο έτος τής ηλικίας του.[ΕΤΥΜΟΛ. Προέρχεται από το μσν. ζυγούριν, παράγ. τού ζυγός* με υποκοριστική κατάλ. -ούριν*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζυγούρι — το ιού, αρνί δύο χρονών: Έσφαξε ένα ζυγούρι στο γάμο της κόρης του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζυγουρήσιος — ια, ιο [ζυγούρι] αυτός που προέρχεται ή ανήκει σε περσινό αρνί, σε ζυγούρι («ζυγουρήσιο κρέας») … Dictionary of Greek
-ούρι — υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής από μσν. κατάλ. ούρι(ο)ν που σχηματίστηκε από ουσ. σε ουρος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. μελάν ουρος > μελαν ούρι, παλί ουρος > παλι oύρı, κόντ ουρος > κοντ ούρι) και επεκτάθηκε και σε ονόματα που δεν… … Dictionary of Greek
ζυγούρα — η θηλ. τού ζυγούρι* … Dictionary of Greek